- ἀποποιεῖται
- ἀποποιέωunmakepres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
δηλωσίας — ο πρόσωπο που δηλώνει δημόσια εγγράφως ότι αποποιείται τις πεποιθήσεις του, κυρίως πολιτικές: Στα φασιστικά καθεστώτα πολλοί άνθρωποι γίνονται δηλωσίες, για να γλιτώσουν τα βασανιστήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)